εκπωματίζω

εκπωματίζω
(şişenin) mantarını çıkarmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπωματίζω — (Μ ἐκπωματίζω) αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεβουλλώνω — 1. βγάζω το βούλλωμα, αφαιρώ το πώμα, εκπωματίζω 2. (σχετικά με σωλήνα) αφαιρώ το εμπόδιο τής ροής, εκφράσσω («ξεβουλλώνω τον νιπτήρα») 3. αποσφραγίζω επιστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βουλλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεταπώνω — αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”